- στενόστομα
- στενόστομοςnarrowneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στενόστομος — η, ο / στενόστομος, ον, ΝΑ (ιδίως για αγγείο) αυτός που έχει στενό στόμα, στενό στόμιο («στενόστομα ποτήρια», Αρτεμίδ. Δαλδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + στομος (< στόμα), πρβλ. μεγαλό στομος] … Dictionary of Greek